ἀγαπῆσαν — ἀγαπάω greet with affection aor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Νικολαϊδης, Νίκος — (Αθήνα 1950 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Από τους πολύ εμπορικά επιτυχημένους δημιουργούς του λεγόμενου σύγχρονου εγχώριου σινεμά των δεκαετιών 1970 και 1980 κυρίως, που συνήθιζε να γράφει ο ίδιος τα σενάρια όλων των ταινιών που σκηνοθετούσε … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Χατζόπουλος — Επώνυμο 2 αδελφών, ενός συγγραφέα και ενός δημοσιογράφου. 1. Δημήτριος (Αγρίνιο 1872 – Αθήνα 1936). Δημοσιογράφος. Είναι γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μποέμ, Πεζοπόρος, Διαβάτης, Αττικός κ.ά. Για ένα διάστημα μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου… … Dictionary of Greek
άσφαχτος — η, ο και άσφαγος, η, ο αυτός που δε σφάχτηκε: Το αρνί το αγάπησαν τόσο πολύ τα παιδιά που στο τέλος έμεινε άσφαχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδότης — ο θηλ. δότρα και δότισσα 1. αυτός που προδίνει την πατρίδα του. 2. αυτός που αθετεί τις ηθικές υποχρεώσεις του. 3. αυτός που αποκαλύπτει μυστικά ή κάποιον που κρύβεται: Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανένας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)